- θεόκμητος
- θεό-κμητος, ον,A wrought by a god, βέλεμνα, πύργοι, Q.S.3.419, Tryph.40 (v.l. θεοδμ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] … Dictionary of Greek
θεοκμήτοισι — θεόκμητος wrought by a god masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκμήτῳ — θεόκμητος wrought by a god masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek